- πορτμπαγκάζ
- το, Νάκλ. χώρος στο πίσω ή πρόσθιο μέρος, ανάλογα με τη θέση τού κινητήρα τού αυτοκινήτου, για την τοποθέτηση αποσκευών και άλλων ειδών και αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. porte-bagages < porter«φέρω» + bagage «αποσκευή»].
Dictionary of Greek. 2013.